Κλοτσάω ή Κλωτσάω;
Κλοτσάω ή Κλωτσάω;

Κλοτσάω ή Κλωτσάω;

Η λέξη δεν έχει ελληνική ετυμολογία. Η αρχαία λέξη είναι “λακτίζω”.

Συνδέεται με το μεσαιωνικό “κλότσος”, που προέρχεται από το ιταλικό calcio (= φτέρνα, λάκτισμα).

Σχολιάστε

Σχόλια

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Γιατί δεν ξεκινάτε τη συζήτηση;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *