Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Γ. Μπαμπινιώτη):
κατ’ αρχάς – κατ’ αρχήν
κατ’ αρχήν: αντιστοιχεί στο λατινικό in principio και σημαίνει «ως θέμα αρχής, για λόγους αρχής» (Κατ’ αρχήν διαφωνώ με το σκεπτικό τής απόφασης) και «στα βασικά σημεία» (Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε κατ’ αρχήν).
κατ’ αρχάς: Με τη σημ. «πρώτα-πρώτα, εν πρώτοις, αρχίζοντας» χρησιμοποιείται η φράση κατ’ αρχάς ή στην αρχή (Κατ’ αρχάς νόμιζε πως ήταν σωστό, μετά τη συζήτηση όμως άλλαξε γνώμη).
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Γλώσσας (Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη):
καταρχήν [katarxín] επίρρ. :
α. όσον αφορά την ουσία, τη βασική αρχή ενός πράγματος, ως προς το κύριο και βασικό μέρος· κατ΄ αρχήν: Συμφώνησαν ~, διαφώνησαν όμως σε ορισμένες λεπτομέρειες.
β. αντί του κατ΄ αρχάς.
Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας (Ακαδημία Αθηνών):
Καταρχάς , κατ’ αρχάς: αρχικά, στην αρχή: ~, το ποσό μειώθηκε, αλλά στη συνέχεια αυξήθηκε.
Καταρχήν, κατ’ αρχήν: 1. Κατά βάση, στα βασικά σημεία: Δεν διαφωνώ ~, αλλά σε επιμέρους θέματα.