Παίρνω
παίρνω < μεσαιωνική ελληνική επαίρνω < ἐπαίρω < αίρω < αρχ. αἴρω < ἀείρω, ιων. “σηκώνω” < αἰώρα
Το ρήμα παίρνω σημαίνει ότι αποκτώ κάτι, το λαμβάνω, το πιάνω, το κατέχω.
Περνώ
περνώ < αρχαία ελληνική περάω-περῶ (μέλλ. περάσω) < πέρας < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *per- (διαπερνώ, διασχίζω)
Το ρήμα περνώ σημαίνει ότι κινούμαι, διασχίζω έναν τόπο.
Ασκήσεις