Συχνά ακούγεται ο όρος “έρπινγκ” για να αποδώσει την άσκηση κατά την οποία ένας άνθρωπος σέρνεται. Ωστόσο, δεν ευσταθεί.
Ο όρος είναι “έρπειν = το να σέρνεται κάποιος” και προκύπτει ως απαρέμφατο του ρήματος:
έρπω, πρτ.: είρπα, μόνον στο ενεστωτικό θέμα, ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή)
- κινούμαι έχοντας, εκούσια, όλο το σώμα μου σε επαφή με το έδαφος
- (μεταφορικά) συμπεριφέρομαι αγενέστατα, ύπουλα
Πηγή: El.m.wiktionary.org