τηγανητός
για τροφή που την έχουν ψήσει στο τηγά νι, που την έχουν τηγανίσει: Ψάρι τηγανητό. Πατάτες τηγανητές. (Λεξικό Κοινής Ελληνικής)
Τηγανιτός
Η γραφή αυτή είναι εσφαλμένη και οφείλεται σε επίδραση του ρήματος “τηγανίζω” (που όμως θα έδινε ρηματικό επίθετο τηγανιστός, π.χ. γεμίζω – γεμιστός) (Λεξικό Μπαμπινιώτη)
Συναντάται ως:
τηγανίτα: γλυκό ή αλμυρό πρόχειρο φαγώσιμο από χυλό, που το ρίχνουν κουταλιά κουταλιά σε καυτό λάδι και το τηγανίζουν: Tηγανίτες με μέλι.
Discover more from Philologist-ina
Subscribe to get the latest posts to your email.
οκ