Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Τηγανητές ή Τηγανιτές πατάτες;

για τροφή που την έχουν ψήσει στο τηγά νι, που την έχουν τηγανίσει: Ψάρι τηγανητό. Πατάτες τηγανητές. (Λεξικό Κοινής Ελληνικής)

Η γραφή αυτή είναι εσφαλμένη και οφείλεται σε επίδραση του ρήματος “τηγανίζω” (που όμως θα έδινε ρηματικό επίθετο τηγανιστός, π.χ. γεμίζω – γεμιστός) (Λεξικό Μπαμπινιώτη)

Συναντάται ως:

τηγανίτα: γλυκό ή αλμυρό πρόχειρο φαγώσιμο από χυλό, που το ρίχνουν κουταλιά κουταλιά σε καυτό λάδι και το τηγανίζουν: Tηγανίτες με μέλι. 

Απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: