Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

«Υπέρ του δέοντος» ή «Υπέρ το δέον»;


δέων, -ουσα, -ον {δέ-οντος (θηλ. -ας κ. λογιότ. -ούσης), -οντα | -οντες (ουδ. -οντα), -όντων (θηλ. -ουσών)} (λόγ.)

1. αυτός που ταιριάζει, αρμόζει, είναι αναγκαίος στην περίσταση ή επιβάλλεται από αυτή: αντιμετωπίζω ένα θέμα με τη δέουσα προσοχή / σοβαρότητα / υπευθυνότητα || λαμβάνω τα δέοντα μέτρα ΣΥΝ. αναγκαίος, πρέπων, σωστός, προσήκων, ορθός, κατάλληλος· ΦΡ (α) (ως επίρρ.) πέρα(ν) τού δέοντος / υπέρ το δέον (λατ. ultra quam oportet) περισσότερο από όσο αρμόζει ή επιβάλλεται, σε υπερβολικό βαθμό: υπήρξες υπέρ το δέον αυστηρός μαζί του ΑΝΤ. υπερβολικά (β) το δέον γενέσθαι αυτό που πρέπει να γίνει: πέρα από τις διαπιστώσεις πρέπει να αποφασίσουμε και – II τι δέον γενέσθαι; (τι πρέπει να γίνει;)

2. δέοντα (τα) (α) το σύνολο των ενεργειών που γίνονται και των μέτρων που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση (δυσάρεστου) γεγονότος ή κατάστασης: ενεργούνται τα ~ για τη σύλληψη τού δράστη || πράττω τα ~ (ό,τι πρέπει) (β) οτιδήποτε απευθύνεται ως χαιρετισμός: τα ~ στη μητέρα σας, αγαπητέ μου! ΣΥΝ. χαιρετίσματα, σέβη. [ΕΤΥΜ. Μτχ. ενεστ. τού αρχ. ρ. δέω /-ομαι με τη σημ. τού απροσ. δει (βλ.λ.)].

υπέρ το δέον όχι «υπέρ τού δέοντος». Συχνά χρησιμοποιείται εσφαλμένα η φράση «υπέρ τού δέοντος» αντί τής ορθής υπέρ το δέον. Το υπέρ, όταν δηλώνει «υπέρβαση» ή «υπερβολή», συντάσσεται με αιτιατική, ενώ με γενική δηλώνει «υπεράσπιση» (Μίλησε υπέρ τού κατηγορουμένου) Οι ομιλητές παρασύρονται στη λανθασμένη χρήση από την (ορθή) φράση «πέρα τού δέοντος», που έχει την ίδια σημασία με το «υπέρ το δέον».


δέων -ουσα -ον [δéon]: (λόγ.) α. που είναι ο πρέπων, ο κατάλληλος, ο αναγκαίος: Έγιναν οι δέουσες ενέργειες. Δε δόθηκε η δέουσα προσοχή. Tον αντιμετώπισαν με το δέοντα σεβασμό. (απαρχ. έκφρ.) τι δέον γενέσθαι*; β. (ως ουσ.) το δέον: β1. το πρέπον, το κατάλληλο, το αναγκαίο: Οφείλουμε να πράξουμε το δέον. (έκφρ.) πλέον* του δέοντος. υπέρ* το δέον. β2. (πληθ., παρωχ.) τα δέοντα, τα χαιρετίσματα: Tα δέοντα στους γονείς σου.

[λόγ. < ελνστ. δέων < αρχ. τό δέον ουσιαστικοπ. ουδ. μεε. του ρ. δεῖ  `είναι αναγκαίο, είναι σωστό΄]


Υπέρ το δέον & πέραν του δέοντος & (σπάν.) πλέον του δέοντος (εσφαλμ. υπέρ του δέοντος): περισσότερο από όσο πρέπει: Είναι ~ ~ διαχυτικός / επιφυλακτικός / ευαίσθητος. Ανησυχούν ~ ~.

Πηγή: lexografimata.gr


Απάντηση