Ανενημέρωτος
Για να χαρακτηρίσουμε κάποιον που δεν είναι καθόλου ενημερωμένος (α-στερητικό+ενημερώνω)
Ανημέρωτος
Για να χαρακτηρίσουμε κάποιον που δεν έχει εξημερωθεί (α-στερητικό+ημερώνω)
Πηγές:
Λεξικό Μπαμπινιώτη, Κέντρο Λεξικολογίας
Ανενημέρωτος
Για να χαρακτηρίσουμε κάποιον που δεν είναι καθόλου ενημερωμένος (α-στερητικό+ενημερώνω)
Ανημέρωτος
Για να χαρακτηρίσουμε κάποιον που δεν έχει εξημερωθεί (α-στερητικό+ημερώνω)
Πηγές:
Λεξικό Μπαμπινιώτη, Κέντρο Λεξικολογίας