Χαίρετε
Ως β’ πληθυντικό προστακτικής του ρήματος “χαίρω”. Εκφράζει ευχή και σημαίνει “να χαίρεστε”.
Χαίρεται
Ως γ’ ενικό οριστικής του ρήματος “χαίρομαι”. Δηλαδή, αυτός, -ή, -ό χαίρεται.
Discover more from Philologist-ina
Subscribe to get the latest posts to your email.
Χ-αίρεται = χαίρεται = από χώμα αίρεται