Αυτοκινητικός, -ή,-ό
Επίθετο που δηλώνει αυτόν που έχει σχέση με το αυτοκίνητο.
Αυτοκινητιστικός, -ή,-ό
Επίθετο που δηλώνει αυτόν που έχει σχέση με τον αυτοκινητιστή (δηλαδή τον επαγγελματία οδηγό).
Επομένως:
Το ατύχημα που περιλαμβάνει αυτοκίνητα είναι ορθό να λέγεται “αυτοκινητικό”.
Πηγή: Λεξικό Μπαμπινιώτη.