Τα ρήματα της β’ συζυγίας διαιρούνται σύμφωνα με το χαρακτήρα του ρηματικού θέματος σε:
α) συμφωνόληκτα: δείκ-νυ-μι
β) φωνηεντόληκτα: ἵ-στη-μι
1.Συμφωνόληκτα ρήματα σε -μι

Κλίση: Τα σιγμόληκτα σε –μι διαφέρουν από τα ρήματα σε –ω μόνο κατά το σχηματισμό του ενεστώτα και του παρατατικού της ενεργητικής και μέσης φωνής
Ενεργητική Φωνή:

Μέση Φωνή:

οι υπόλοιποι χρόνοι κλίνονται κατά το λύω – λύομαι: http://philologist-ina.gr/?page_id=823
Παρατηρήσεις
1η Το υ του προσφύματος –νυ– είναι μακρόχρονο στα τρία ενικά πρόσωπα της οριστικής του ενεργητικού ενεστώτα και παρατατικού και στο β’ ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ενεργητικού ενεστώτα. Στους άλλους τύπους της ενεργητικής φωνής και σε όλους τους τύπους της μέσης είναι βραχύχρονο . Έτσι σχηματίζονται δύο ενεστωτικά θέματα, το ένα ισχυρό και το άλλο αδύνατο:
οριστική: δείκ-νῡ-μι, δεικ-νῡ-ς, δείκ-νῡ-σι,
προστακτική: δείκ-νῡ
παρατατικός: ἐ-δεί-νῡν, ἐ-δεί-νῡς, ἐ-δεί-νῡν
αλλά: δείκ-νῠ-μεν, δείκ-νῠ-τε… απαρέμφατο: δεικ-νύ-ναι
2η Ο ενεστώτας και ο παρατατικός της ενεργητικής φωνής σχηματίζονται με την προσκόλληση των προσωπικών καταλήξεων απευθείας στο χρονικό θέμα, χωρίς να μεσολαβούν θεματικά φωνήεντα,
π.χ. δείκ-νυ-μεν, δείκ-νυ-τε, ἐ-δείκ-νυ-μεν, ἐ-δείκ-νυ-τε (χωρίς τα φωνήεντα ο και ε: λύ-ο-μεν, λύ-ε-τε κτλ.), αλλά η υποτακτική και η ευκτική του ενεστὠτα στην ενεργητική και μέση φωνή σχηματίζονται όπως και τῶν ρημάτων σε -ω: δεικνύω, δεικ-νύ-ῃς κτλ. – δεικ-νύ-ωμαι, δεικ-νύ-ῃ, δεικ-νύ-ηται κτλ. – δεικ-νύ-οιμι, δεικ-νύ-οις κτλ. – δεικ-νυ-οίμην, δεικ-νύ-οιο κτλ.
3η Το σ στην κατάληξη –σαι της μέσης φωνής δεν αποβάλλεται, αν και βρίσκεται ανάμεσα σε δύο φωνήεντα: δείκ-νυ-σαι· επίσης το σ στην κατάληξη –σο δεν αποβάλλεται στο β’ ενικό του παρατατικού και στο β’ ενικό της προστακτικής του ενεστώτα: ἐ-δείκ-νυ-σο, δείκ-νυ-σο· αποβάλλεται όμως στην ευκτική: δεικνύοιο.

2. Φωνηεντόληκτα Ρήματα σε -μι
Ενεστώτας , Παρατατικός και Αόριστος β’
Τα φωνηεντόληκτα ρήματα σε -μι κανονικά σχηματίζουν το θέμα του ενεστώτα και του παρατατικού από το ρηματικό θέμα, αφού προστεθεί στην αρχή ο ενεστωτικός αναδιπλασιασμός. Ενεστωτικός αναδιπλασιασμός είναι η επανάληψη του αρχικού συμφώνου του ρηματικού θέματος μαζί με ένα ι:
(ρ. θ. στη-, σι-στη-μι =) ἵ-στη-μι (= στήνω)
(ρ. θ. θη-, θί-θη-μι =) τί-θη-μι (= θέτω)
(ρ. θ. jη-, jι-jη-μι =) ἵ-η-μι (= ρίχνω)
(ρ. θ. δω– δί-δω-μι =) δί-δω-μι (= δίνω)
Τα φωνηεντόληκτα ρήματα σε -μι διαφέρουν από τα ρήματα σε –ω κατά το σχηματισμό του ενεστώτα και του παρατατικού της ενεργητικής και μέσης φωνής.
Αλλά τα ρήματα ἵστημι, τίθημι, ἵημι, δίδωμι, διαφέρουν από τα ρήματα σε -ω κατά το σχηματισμό του β’ αορίστου.
Το ρήμα ἴστημι
Ενεργητική Φωνή

Μέση Φωνή

To ρήμα τίθημι
Ενεργητική Φωνή

Μέση Φωνή

Το ρήμα ἵημι
Ενεργητική Φωνή

Μέση Φωνή

Το ρήμα δίδωμι
Ενεργητική Φωνή

Μέση Φωνή

Παρατηρήσεις για τον ενεστώτα και παρατατικό
1) Το ρηματικό θέμα είναι δύο ειδών: ισχυρό (με μακρόχρονο χαρακτήρα) και αδύνατο (με βραχύχρονο χαρακτήρα):
- ρηματ. θ. στη– και στᾰ: ἵ-στη-μι, ἵ-στᾰ-μαι
- ρηματ. θ. θη– και θε-: τί-θη-μι, τί-θε-μαι
- ρηματ. θ. jη– και jε-: ἵ’-η-μι, ἵ-ε-μαι
- ρηματ. θ. δω– και δο-: δί-δω-μι, δί-δο-μαι.
2) Από τα δύο αυτά είδη του ρηματικού θέματος προκύπτουν με τον ενεστωτικό αναδιπλασιασμό δύο αντίστοιχα είδη ενεστωτικού θέματος: το ισχυρό ενεστωτικό θέμα και το αδύνατο ενεστωτικό θέμα ἱ-στη-, ἱστα-· τιθη-, τιθε-· ἱη-, ἱε-· διδω-, διδο-.
Από το ισχυρό ενεστωτικό θέμα κανονικά σχηματίζονται τα τρία ενικά πρόσωπα της οριστικής του ενεργητικού ενεστώτα και η υποτακτική,
Από το αδύνατο ενεστωτικό θέμα σχηματίζονται όλοι οι άλλοι τύποι στον ενεστώτα και τον παρατατικό.
3) Ο ενεστώτας της ενεργητικής και μέσης φωνής στην οριστική και προστακτική, το απαρέμφατο και η μετοχή, καθώς και ο παρατατικός της ενεργητικής και μέσης φωνής, σχηματίζονται με την προσκόλληση των κυρίως καταλήξεων απευθείας στο ενεστωτικό θέμα, χωρίς να μεσολαβούν θεματικά φωνήεντα: δίδω-μι, δίδο-μεν, δίδο-τε, ἐδίδο-μεν, ἐδίδο-τε, διδό-τω, διδό-μεθα, ἐδιδό-μην, διδό-σθω, δίδο-σθαι, διδό-μενος κτλ.
4) Η υποτακτική του ενεστώτα της ενεργητικής και μέσης φωνής σχηματίζεται με τα θεματικά φωνήεντα των ρημάτων σε –ω και έχει τις ίδιες με αυτά ολικές καταλήξεις, αλλά ό μακρόχρονος χαρακτήρας του ισχυρού θέματος (η ή ω) συναιρείται με το ακόλουθο φωνήεν των καταλήξεων: (ἱστή-ω) ἱστῶ, (τιθή-ῃς) τιθῇς, (διδώ-ω) διδῶ, (διδώ-ῃς) διδῷς κτλ.
5) Η ευκτική του ενεστώτα της ενεργητικής και μέσης φωνής σχηματίζεται χωρίς θεματικά φωνήεντα, παίρνει όμως τα εγκλιτικά φωνήεντα της ευκτικής ι και ιη , που προσθέτονται ανάμεσα στο χρονικό θέμα και τις προσωπικές καταλήξεις· αλλά το ι των εγκλιτικών φωνηέντων συναιρείται με τον προηγούμενο βραχύχρονο χαρακτήρα του αδύνατου θέματος α ή ε ή ο σε αι ή ει ή οι: (ἱστα-ίη-ν) ἱσταίην, (τιθε-ί-μην) τιθείμην, (διδο-ίη-ν) διδοίην, (διδο-ί-μην) διδοίμην κτλ.
6) Το σ στην κατάληξη –σαι της μέσης φωνής, φυλάγεται: ἵστα-σαι, τίθε-σαι, ἵ-εσαι, δίδο-σαι· επίσης το σ στην κατάληξη –σο φυλάγεται στο β’ ενικό του παρατατικού και στο β’ ενικό της προστακτικής του ενεστώτα: ἵστα-σο, ἐτίθε-σο, ἵε-σο, ἐδίδο-σο· ἵστα-σο, τίθε-σο, ἵε-σο, δίδο-σο· αποβάλλεται όμως στην ευκτική : ἱσταῖ-ο, τιθεῖ-ο, ἱεῖ-ο, διδοῖ-ο.
7) Των τίθημι και ἵημι το β’ και γ’ ενικό της οριστικής του ενεργητικού παρατατικού και το β’ ενικό της προστακτικής του ενεργητικού ενεστώτα κανονικά σχηματίζονται κατά τα συνηρημένα ρήματα σε –έω: ἐτίθεις, ἐτίθει – ἵεις, ἵει· τίθει, ἵει κτλ.
8) Του δίδωμι τα τρία ενικά πρόσωπα της οριστικής του ενεργητικού παρατατικού και το β’ ενικό της προστακτικής του ενεργητικού ενεστώτα σχηματίζονται κατά τα συνηρημένα ρήματα σε –όω: ἐδίδουν, ἐδίδους, ἐδίδου – δίδου.
Παρατηρήσεις για τον Αόριστο β’
1) Το ἵστημι έχει αόριστο β’ κατά τα ρήματα σε -μι μόνο στην ενεργητική φωνή (ἔ-στη-ν) (με σημασία μέσης και παθητικής)
- Του ρ. ἵστημι ο αόρ. β’ ἔστην:
1.από το αδύνατο θέμα στᾰ- σχηματίζει την ευκτική (στα-ί-ην) σταίην, τη μετοχή στάς, στᾶσα, στάν και τον τύπο στάντων του γ’ πληθ. της προστακτικής· από το ισχυρό θέμα στη- σχηματίζει όλους τους άλλους τύπους: ἔ-στη-ν, ἔ-στη-μεν κτλ. -(στή-ω) στῶ, (στή-ῃς) στῇς κτλ. –στῆ-θι, στή-τω κτλ. – στῆ-ναι
2.στο β’ ενικό της προστακτικής έχει κατάληξη -θι: στῆ-θι.
- Των ρ. τίθημι, ἵημι, δίδωμι οι αόριστοι β’ ἔθηκα – ἐθέμην, ἧκα – εἵμην, ἔδωκα – ἐδόμην:
1.σχηματίζουν τα τρία ενικά πρόσωπα της οριστικής στην ενεργητική φωνή με τους τύπους του α’ με χαρακτήρα κ (αντί σ)·
2. από το ισχυρό θέμα (θη-, ἡ-, δω-) σχηματίζουν τα τρία ενικά πρόσωπα της οριστικής στην ενεργητική φωνή (ἔ-θη-κα, ἧ-κα, ἔ-δω-κα) και την υποτακτική στην ενεργητική και μέση φωνή (θή-ω = θῶ, θή-ωμαι = θῶμαι ἥ-ω = ὧ, ἥ-ωμαι = ὧμαι· δώ-ω = δῶ, δώ-ωμαι = δῶμαι·) από το αδύνατο θέμα (θε-, ἑ-, δο-) σχηματίζουν όλους τους άλλους τύπους.
2) στο β’ ενικό της προστακτικής στην ενεργητική φωνή έχουν κατάληξη –ς: θέ-ς, ἕ-ς, δό-ς·
3) το σ στην κατάληξη της μέσης φωνής αποβάλλεται ανάμεσα σε δύο φωνήεντα· φυλάγεται μόνο στο β’ ενικό της οριστικής του αορ. β’ εἵ-μην: εἷσο·
4) στο ενεργητικό απαρέμφατο έχουν κατάληξη –έναι, αλλά συναιρούν το ε που είναι στην αρχή με τον προηγούμενο χαρακτήρα του θέματος: (θε-έναι) θεῖναι, (ἑ-έναι) εἷναι, (δο-έναι) δοῦναι.
Τονισμός
Ο τόνος των ρημάτων σε -μι, όταν αυτά είναι σύνθετα με πρόθεση:
1) στην προστακτική του αορ. β’, ενεργητικού και μέσου, ανεβαίνει όσο το επιτρέπει η λήγουσα, όχι όμως παραπάνω από την τελευταία συλλαβή της πρόθεσης, αν αυτή είναι δισύλλαβη: ἀνά-στηθι, ἀπόδοτε, κατά-θεσθε, ἄφ-ες, ἄφ-ετε, πρόσ-θες, ἐπί-θες κτλ.·
αλλά στους τύπους του β’ ενικού της προστακτικής του μέσου αάρ. β’ θοῦ (του τίθεμαι), οὗ (του ἵεμαι) και δοῦ (του δίδομαι), όταν αυτοί είναι σύνθετοι με μονοσύλλαβη πρόθεση ή με δισύλλαβη που έχει πάθει έκθλιψη, ο τόνος δεν ανεβαίνει: ἐκ-θοῦ, ἀφοῦ (ἀπό + οὗ του ρ. ἀφ-ίεμαι), προδοῦ· (αλλά κατά-θου κτλ.)·
2) στο απαρέμφατο και τη μετοχή του ενεστώτα και του αόρ. β’ ο τόνος μένει όπου και στο απλό ρήμα: ἀφ-ιστάναι, προσ-τιθέναι, ἀνα-τιθέναι, συν-ιέναι, ἀπο-διδόναι· συν-ιστάς, ἀνα-στάς, μετα-τιθείς, ἀπο-τιθέμενος, ἀπο-θέμενος, ἀπο-δούς κτλ.
Οι Άλλοι Χρόνοι
Οι άλλοι χρόνοι, εκτός από τον ενεστώτα, παρατατικό και αόριστο β’, των φωνηεντόληκτων ρημάτων ἵστημι, τίθημι, ἵημι και δίδωμι σχηματίζονται κανονικά όπως των φωνηεντόληκτων ρημάτων σε -ω. http://philologist-ina.gr/?page_id=823. Ο παρακείμενος και ο υπερσυντέλικος έχουν σε ορισμένα πρόσωπα και δεύτερους τύπους από το αδύνατο θέμα στα- (με αναδιπλασιασμό σε -στα- = ἑστα) και με τις προσωπικές καταλήξεις αμέσως προσκολλημένες στο θέμα.




Άλλα Ρήματα σε -μι
Άλλα φωνηεντόληκτα ρήματα σε -μι είναι τα εξής:


Παρατήρηση: Τα πί-μ-πλη-μι και πίμπρημι ανάμεσα στον ενεστωτικό αναδιπλασιασμό (πι-) και το ρηματικό θέμα (πλη-, πρη-) παίρνουν το σύμφωνο μ για λόγους ευφωνίας: πί-μ-πλη-μι, πί-μ-πρη-μι.
Αλλά τα σύνθετα ἐμπίμπλημι, ἐμπίπρημι βρίσκονται συνήθως χωρίς το ευφωνικό μ στον ενεστώτα: ἐμπίπλημι, ἐμπίπρημι.




Τα παραπάνω έξι ρήματα κλίνονται στον ενεστώτα και τον παρατατικό κατά το ρ. ἵστημι – ἵσταμαι
Εκτός από τα παραπάνω ρήματα, κατά το ἵστημι – ἵσταμαι κλίνονται και τα εξής:
1) κρέμα-μαι (= είμαι κρεμασμένος), ( χρησιμεύει σαν παρακείμενος του κρεμάννυμαι)
2) ο αόριστος ἐ-πριά-μην (= αγόρασα), του ρ. ὠνοῦμαι (= αγοράζω)
3. Ανώμαλα Ρήματα σε -μι
Άλλα ρήματα που κλίνονται κατά τα ρήματα σε –μι με διάφορες ανωμαλίες είναι τα εξής:
- Το εἰμὶ (= είμαι) http://philologist-ina.gr/?page_id=810
- Το εἶμι (= θα πάω):

- Το φημὶ(= λέω, συμφωνώ, ισχυρίζομαι)

- Το ἠμὶ (= λέω). Εύχρηστος ο παρατατικός στο α΄ ενικό ἦ-ν (= ἔφην) και το γ΄ ενικό ἦ (= ἔφη), στις παρενθετικές φράσεις: ἦν δ’ ἐγὼ (= είπα εγώ), ἦ δ’ ὅς (=είπε αυτός), ἦ δ’ ἣ (= είπε αυτή).
- Το κεῖμαι (= είμαι τοποθετημένος). Ενεστώτας με σημασία παρακειμένου του τίθεμαι:

- Το κάθημαι (σύνθετο από την πρόθ. κατὰ και το ποιητ. ρ. ἦμαι). Ο ενεστώτας με σημασία παρακειμένου του καθέζομαι:

- Το οἶδα (= ξέρω). Το οἶδα είναι παρακείμενος β΄ του άχρηστου ρ. εἴδω με σημασία ενεστώτα

- Το δέδοικα ή δέδια (= φοβούμαι) είναι παρακείμενος του άχρηστου ρήματος δείδω και έχει σημασία ενεστώτα.

- Το τέ-θνη-κα (= έχω πεθάνει, είμαι νεκρός), παρακείμενος του ρήματος ἀποθνῄ-σκω. Εκτός από τους κανονικούς τύπους (τέθνηκα, – κας, –κε κτλ.) έχει και τους ακόλουθους τύπους κατα τα ρήματα σε –μι:
- Οριστ. τέ-θνα-μεν, τέ-θνα-τε, τε-θνά-σι(ν). Υπερσυντ. ἐ-τέ-θνα-σαν. Απαρ. τε-θνά–ναι. Μετοχή: τε-θνε-ὼς (γεν. –ῶτος), τε-θνε-ῶσα (γεν. –ώσης), τε-θνε-ὼς ή τε-θνε-ὸς (γων. –ῶτος).
- Το βέβηκα (= έχω βαδίσει), παρακείμενος του βαίνω που εκτός από τους κανονικούς τύπους έχει και τους ακόλουθους τύπους κατά τα ρήματα σε –μι:
- Υποτακτική γ΄ πληθ. βεβῶσι. Μετοχή: βεβώς, –ῶσα, –ώς.
- Το ἔοικα (= μοιάζω). είναι παρακείμενος του άχρηστου ρήματος εἴκ-ω και έχει σημασία ενεστώτα. Κλίνεται έτσι:
- Παρακείμ. Οριστ. ἔ-οικ-α, –ας, –ε, ἐ-οίκ-αμεν, –ατε, –ασι και εἴξασι (από το εἴκ-σασι). Υποτ. ἐ-οίκ-ω, –ῃς, –ῃ κτλ. Ευκτ. ἐ-οίκ-οιμι, –οις, –οι κτλ. Προστ. λείπει. Απαρ. εἰκ-έναι (και μεταγεν. ἐ-οικ-έναι). Μετ. εἰκὼς (-ότος), εἰκυῖα (-υίας), εἰκὸς (-ότος) (και μεταγ. ἐ-οικ-ώς, –υῖα, –ός). Υπερσ. (με σημασία παρατ.) ἐ-ῴκ-ειν, ἐ-ῴκ-εις, ἐ-ῴκ-ει κτλ.
- Το απρόσωπο χρὴ (= είναι ανάγκη, πρέπει):
- Οριστ. ενεστ. χρή. Παρατ. χρῆν ή ἐχρῆν. Υποτ. χρῇ. Ευκτ. χρείη. Απαρ. χρῆναι. Μετοχή μόνο ουδ. τό χρεὼν με σημασία ουσιαστικού.
- Το απρόσωπο εἴμαρται (= είναι πεπρωμένο) είναι παρακείμενος του μείρομαι (= παίρνω το μέρος που μου ανήκει).
- Εύχρηστοι τύποι: το γ΄ εν. του παρακ. εἵ-μαρ-ται (από αρχικό τύπο σέ-σμαρ-ται), το γ΄ εν. του υπερσυντ. εἵ-μαρ-το και η μετοχή του παρακ. εἱμαρμένος
- To απρόσωπο πέπρωται (= είναι πεπρωμένο) είναι παρακείμενος ρήματος άχρηστου στον ενεστώτα, που έχει αόριστο β΄ ἔ-πορ-ον (ποιητ. = έδωσα) (ρ. θ. πορ-, με μετάθεση και έκταση του ο: πρω-). Εύχρηστοι τύποι: το γ΄ εν. του παρακ. πέ-πρω-ται ή πε-πρω-μένον ἐστί, το γ΄ εν. του υπερσ. ἐ-πέ-πρω-το και η μετοχή του παρακ. ἡ πεπρωμένη (ενν. μοῖρα), τὸ πεπρωμένον (ενν. μέρος).